- καταμετρώ
- (AM καταμετρῶ, -έω)μετρώ ακριβώς και σε όλες τις διαστάσειςαρχ.1. διανέμω κάτι χρησιμοποιώντας ορισμένο μέτρο2. καθορίζω γη την οποία κατέχω ως στρατιωτικό κλήρο3. χρησιμεύω ως μέτρο κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμετρώ — καταμετρώ, καταμέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταμετρώ — και καταμετράω καταμέτρησα, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος, μετρώ κάτι ακριβώς και σε όλες τις διαστάσεις: Καταμετρούν τις ψήφους των εκλογών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμετρῶ — καταμετρέω measure out pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμετρέω measure out pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταμετρέω measure out pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμετρέω measure out pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταμέτρητος — η, ο (Α ἀκαταμέτρητος, ον) [καταμετρῶ] όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί «ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος» … Dictionary of Greek
ανακαταμετρώ — ( άω και έω) κάνω νέα καταμέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταμετρώ] … Dictionary of Greek
απαριθμώ — (AM ἀπαριθμῶ, έω) 1. μετρώ ένα προς ένα, καταμετρώ, κάνω απογραφή 2. μτφ. αναφέρω κατά σειρά, διηγούμαι αρχ. 1. υπολογίζω, λογαριάζω 2. επιστρέφω χρήματα, ξεπληρώνω … Dictionary of Greek
γεωμετρώ — ( έω) (AM γεωμετρῶ, έω) [γεωμέτρης] είμαι γεωμέτρης, ασχολούμαι με τη γεωμετρία μσν. παθ. γεωμετροῡμαι είμαι ή γίνομαι αντικείμενο μελέτης αρχ. μετρώ, καταμετρώ … Dictionary of Greek
δεκατίζω — 1. προσφέρω το ένα δέκατο τών αγαθών μου ή τής παραγωγής μου 2. αποδεκατίζω 3. δεκατιάζω 4. μετρώ ανά δέκα 5. μετρώ, καταμετρώ 6. φρ. «δεκάτιζε τα λόγια σου» μέτρα τα λόγια σου, μην πολυλογείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856… … Dictionary of Greek
εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω … Dictionary of Greek
εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… … Dictionary of Greek